λουβιάζω — και λωβιάζω λούβιασα και λώβιασα, προσβάλλομαι ή πάσχω από λέπρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωβιάζω — και λουβιάζω (Μ λωβιάζω) [λώβα] προσβάλλομαι ή πάσχω από λέπρα … Dictionary of Greek